Σαν πυρωμένο σίδερο έσταξε το μελωμένο δάκρυ.
Καρφώνεται και σπάει τους γυάλινους τοίχους.
Κόβει τα σχοινιά,
αφήνοντας το πολύχρωμο αερόστατο να ταξιδεύει.
Αναπνοή.
Άλλοτε πιο βαριά, άλλοτε πιο ελαφριά.
Και η πορεία ακολουθεί τα διάφανα βήματα του πεπρωμένου.
Ή το πεπρωμένο τα απολιθωμένα σημάδια της μνήμης,
χρωματίζοντάς τα για να τους δώσει την νέα ζωή.
Χύνει το αίμα της η καρδιά,
για να ισοσταθμίσει το βάρος.
Όταν ο σταθμός του αερόστατου είναι καθαρός
κι εκείνο πρέπει να επιστρέψει.
Αλλά η καρδιά αντέχει,
εξακολουθεί να χορεύει.
Το βάσανο γίνεται βάλσαμο
και ο Λόγος το πάθος.