Εκείνου του παιδιού, τα μάτια, τα μαύρα

Εκείνου του παιδιού, τα μάτια, τα μαύρα

(Photo:https://www.pinterest.fr/pin/3518505946248269/)

Σκύβω με περίσσια σιωπή το κεφάλι,

σε εκείνου του παιδιού τα μάτια, τα μαύρα.

Μαυρίσαν’ απ’ του ορυμαγδού τη στάχτη,

στης κολασμένης αβύσσου, τα πυρωμένα σκοτάδια.

Σιωπώ με ντροπή, στου κόσμου, το μένος.

Ξεδιάντροπα, λέν’ πως δεν ξέρουν το πένθος,

εκείνου του παιδιού, με τα μάτια, τα μαύρα.

Κάποτε του ‘λεγαν πως θ’ ανασταίνει παλάτια,

μα έμαθε μόνο, πώς να θάψει το σθένος.

Φθονεί για τον οίστρο που βάναυσα εχάθη,

να ανθεί με γαλήνη και ειρήνη ολάκερη η πλάση. Τι πλάνη !

Δειλός πάντα ο Άνθρωπος, νομίζει θα γιάνει,

αδηφάγα μασώντας τη γη, στης πυράς τη χοάνη.

Και σκορπά την ιερή, της αλήθειας τη στάχτη,

σε εκείνου του παιδιού, τα μάτια, τα μαύρα.

Δειλός πάντα ως Άνθρωπος ως είμαι εγώ,

ενώ σκύβω ξανά με ντροπή το κεφάλι,

ξερνώντας την επίπλαστή μου βολή σαν χολή, τι κατάντια!

στου κρυφού μου οχυρού, τη στερνή θαλπωρή,

εκείνα τα άσκοπα, της λήθης  τα βράδια.

Και διψώντας απ΄τη στάχτη, ζητώ το συχώριο,

ξεδιψώντας θαρρείς με τα νόθα τα δάκρυα.

Με σκυμμένο κεφάλι, εκλιπαρώ για το φως,

σε εκείνου του παιδιού, τα μάτια, τα μαύρα,

με τα μάτια παιδιού, τα “λευκά”, τα καθάρια.

 

 

 

Menu