Ιησούς

Ιερουσαλήμ, Πανάγιος Τάφος

«Μια φορά ξεθάρρεψα και παρόλο που ήξερα την απάντηση, ρώτησα την  ‘Αιλι Χάβας, τη Φιλανδέζα κατηχήτρια, ποιος ήταν ο Ιησούς Χριστός. Οι άκρες των χειλιών της έτρεμαν λίγο καθώς μου απαντούσε ότι Εκείνος δεν «ήταν» αλλά είναι και μας αγαπάει όλους και κυρίως  αγαπάει εκείνους που τον περιφρονούν και αν εγώ γεμίσω την καρδιά μου αγάπη θα έρθει και θα κατοικήσει μέσα της και θα μου φέρει και δεινά και μεγάλη ευτυχία, και από τα δεινά θα ξεπηδήσει η ευτυχία. Τόσο παράξενα και γεμάτα αντιθέσεις μου φάνηκαν αυτά τα λόγια, που ένιωσα την ανάγκη να ρωτήσω και τον μπαμπά. Ο μπαμπάς με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στον θείο Γιοσέφ και ζήτησε από τον ξακουστό συγγραφέα του βιβλίου «Ιησούς ο Ναζωραίος», να μου εξηγήσει τι και ποιος ήταν ο Ιησούς. […] Η απάντησή του ήταν εντελώς διαφορετική […] Κατά τη γνώμη του ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ ήταν από τις μεγαλύτερες μορφές του εβραϊκού λαού σε όλους τους καιρούς, εξαιρετικός δάσκαλος ηθικής, ο οποίος απεχθανόταν τους φαύλους και αγωνίστηκε να επαναφέρει τον εβραϊσμό στην πρώτη του απλότητα και να τον γλυτώσει από κάθε είδους σοφιστές και στρεψόδικους […] Δεν είχα ιδέα ποιοι ήταν οι φαύλοι και ποιοι οι σοφιστές και οι στρεψόδικοι. Δεν ήξερα πώς να συμβιβάσω τον Ιησού του θείου Γιοσέφ που αγωνιζόταν να γλυτώσει τον εβραϊσμό με τον Ιησού της Άιλι που δεν αγωνιζόταν να γλυτώσει τον εβραϊσμό, αλλά ακριβώς το αντίθετο, αγαπούσε ιδιαίτερα τους αμαρτωλούς  και εκείνους που τον περιφρονούσαν.»

«Ιστορία Αγάπης και Σκότους», Άμος Οζ, Μτφ. Ιακώβ Σιμπή, Εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

«Ο Ιησούς ήταν φορτωμένος μ’ έγνοιες και δεν μπορούσε να βγάλει άκρη, κι έλεγε, ποιο στη ευχή είναι τ΄όφελος απ΄όλ΄αυτά, τι νόημα έχει να παλεύεις και να τυραννιέσαι. Κουράστηκε, δεν άντεχε άλλο και το πνεύμα Του απόκαμε. Έφτασε σχεδόν να πει, ας πάνε στην ευχή όλα. Κι έτσι πήγε στην ερημιά. […] Δε λέω ότι ‘μαι σαν τον Ιησού, συνέχισε ο ιεροκήρυκας.  Αλλά κουράστηκα κι εγώ σαν Εκείνον κι εγώ πήγα στην ερημιά δίχως αντίσκηνο, δίχως τίποτα. Τη νύχτα ξάπλωνα ανάσκελα κι έβλεπα τ΄άστρα. Το πρωί καθόμουν κι έβλεπα τον ήλιο να βγαίνει. Το μεσημέρι αγνάντευα από ‘να λόφο την ξεραΐλα που απλωνόταν κυματιστή μπρος μου και το βράδυ ακολουθούσα τον ήλιο στο χαμήλωμά του. Κάποιες φορές προσευχόμουν όπως παλιά, μονάχα που δεν καταλάβαινα σε τι πράμα προσευχόμουν και γιατί. Υπήρχαν οι λόφοι, υπήρχα εγώ, και πια δεν ήμασταν ξέχωροι μεταξύ μας. Ήμασταν ένα πράμα. Και τούτο το ένα πράμα ήταν ιερό. […] Και συλλογιόμουν, μονάχα που τούτο δεν ήταν απλοί συλλογισμοί αλλά κατιτίς βαθύτερο από τη σκέψη. Συλλογιόμουν πώς ήμασταν ιεροί όταν ήμασταν ένα πράμα και πώς η ανθρωπότητα ήταν ιερή όταν ήταν ένα πράμα κι εκείνη. Και τούτη η ιερότητα χανόταν μονάχα όταν έναν άθλιο ανθρωπάκο τον έπιανε μανία κι άρχιζε να λυσσάει και να πολεμάει και να κάνει του κεφαλιού του. Ένας τέτοιος την χαλούσε την ιερότητα. Αλλ΄όταν όλοι δουλεύουν μαζί, όχι ο ένας για τον άλλο, αλλά ζεμένοι όλοι στον κοινό αγώνα, τούτο είναι σωστό κι ιερό. Κι έπειτα συλλογίστηκα ότι δεν ήξερα καν τι εννοούσα λέγοντας «ιερό». […] Δεν μπορώ να πω την προσευχή όπως παλιά. […] Χαίρομαι που υπάρχει αγάπη εδώ. Αυτό όλο κι όλο».

«Τα σταφύλια της οργής», John Steinbeck, Μτφ. Μιχάλης Μακρόπουλος, Εκδ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Menu