Κόντρα στο άσπρο – μαύρο

Κόντρα στο άσπρο – μαύρο

Στη μνήμη του Αβραάμ Μόρδου (1931 – 2015)

«Θα αρχίσω πρώτα από το αξέχαστο νησί της Ζακύνθου που με τις άπειρες ομορφιές του διαμορφώνει χαρακτήρες. Αυτό βεβαίως δεν μπορούσε να μη συμβεί και σε μένα, με αποτέλεσμα σε μικρή ηλικία να μου φαίνονται όλα όμορφα και ευτυχισμένα, έστω και με τα λίγα χρήματα που διέθετε κάθε οικογένεια.»

Έτσι ξεκινά την αφήγησή του ο Αβραάμ Μόρδος, γεννηθείς στη Ζάκυνθο το 1931, στο κείμενό του, «Αναμνήσεις από την εβραϊκή ζωή στην Ζάκυνθο» για το βιβλίο του Σαμουήλ Μόρδου, «Οι Εβραίοι της Ζακύνθου – Χρονικό Πέντε Αιώνων», Εκδόσεις Γράμμα, 2010.

Την Πέμπτη έφυγε. Μια ακόμη, από τις ελάχιστες συστάδες χρωματικών συνθέσεων, στο παλιοκαιρίτικο καλειδοσκόπιο της αυθεντικής Ζακυνθινής μνήμης, έγινε διάφανη. Ήταν ένας απ΄ τους ανθρώπους που φώτισε με ζωηρό χρώμα το ασπρόμαυρο.

Γοητευμένος με τη φωτογραφία, στην εποχή της νεότητάς του, δεν θα μπορούσε να διανοηθεί με κανέναν τρόπο τότε, την αξία που ενείχε η ενασχόλησή του αυτή, για τις επόμενες γενιές. Γιατί χάρις σ’ αυτόν, σήμερα σώζονται τα μόνα λιγοστά φωτογραφικά τεκμήρια από την εβραϊκή ζωή στη προσεισμική Ζάκυνθο. Ο Αβραάμ βρίσκεται εργαζόμενος στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια του μεγάλου σεισμού τον Αύγουστο του 1953, όταν την υλική καταστροφή επισφραγίζει με την ολοκληρωτική σάρωσή της η πυρκαγιά που ακολουθεί. Κι έχοντας στην κατοχή του τη φωτογραφισμένη κληρονομιά των ευχάριστων αναμνήσεών του στο νησί, σώζει ταυτόχρονα ένα ουσιαστικό κομμάτι απ’ την ιστορία της μοναδικής εβραϊκής του κληρονομιάς. Χάρις στις φωτογραφίες αυτές, οι αφηγήσεις της μητέρας μου για τη ζωή τους στην όμορφη προσεισμική Ζάκυνθο, έρχονται στο φως μιας ηλιόλουστης μέρας, αποκτούν κίνηση, ήχο, διαλόγους, λυρισμό και μουσικές, κατά ένα ιδιοποιημένο, αγαπημένο τρόπο, στη παιδική φαντασία. Αυτή, που έχει μια δύναμη να ενθαρρύνει, εμάς της επόμενης γενιάς, με τη συναίσθηση για μια συνέχεια. Στερνή, αλλά ίσως συνέχεια, σ΄αυτόν τον ιδιότυπο, ποιητικό τρόπο ζωής, που μοιραία εξαφανίστηκε, βίαια, ωσάν ύπουλος εξορκισμός της ανείπωτης ενοχής για την καταστροφή, που όσο κι αν προσπάθησε, δεν κατάφερε, σ’ εκείνο τον τόπο, να ‘ρθει απ’ τη ναζιστική θηριωδία.

Είναι λίγες ασπρόμαυρες φωτογραφίες ή πολυδιάστατες εικόνες με ποικίλα ζωντανά χρώματα της φαντασίας. Αλλά και η μια πιο βαριά από την άλλη. Από την ελπίδα.

Περατζάδα στο λιθόστρωτο του Γέτο μετά τη λειτουργία στο συναγώϊ, μια στοργική πατρική αγκαλιά γεμάτη παιδιά με ξέγνοιαστα πρόσωπα, κάτω απ΄το εκτυφλωτικό φως του ήλιου και το περήφανο, χορτάτο βλέμμα της λυγερόκορμης μάνας, υπαίθρια τραγούδια, γέλια, ποιήματα, χαρές τρώγοντας τα “κούκλια” μετά το Πέσαχ στο Βενετσιάνικο Κάστρο ή στη Μπόχαλη, ευωδιές, νερατζιές, μπουγαρινιές, περγαμόντο, ανάσα του μυαλού και της ψυχής μετά από μια κοπιαστική μέρα για το μεροκάματο, εκεί στη πίσω πλευρά του σπιτιού, στο περιβόλι…

Ο Αβραάμ μαζί με τον αδελφό του Ερμάνδο, που έσβησε κι αυτός μόλις πριν δυο μήνες, βρέθηκαν στη Ζάκυνθο πέρσι το καλοκαίρι, για τα αποκαλυπτήρια των μνημείων προς τιμήν των Ζακύνθιων Εβραίων, θυμάτων του ναζισμού στη Κέρκυρα και στα Χανιά της Κρήτης και του Ζακύνθιου στρατιώτη Μωϋσή Φόρτες που έπεσε μαχόμενος στο Αλβανικό μέτωπο τον Δεκέμβριο του ‘40. Ήταν κι οι δυο τους ευλογημένοι, γιατί σαν ευοίωνο επίλογο – επίλογο, αλλά ευοίωνο – ένα χρόνο πριν το τέλος της επίγειας ζωής τους, συνάντησαν τυχαία τη Μαρούλα. Τη Χριστιανοπούλα συμμαθήτρια του Αβραάμ και παιδική φίλη, γειτονοπούλα, στο διπλανό σπίτι, της μητέρας μου, που κατάφερε να ξαναστήσει μετά το σεισμό ένα οικοδόμημα ζωής στο νησί, τουλάχιστον για τα καλοκαίρια. Η Μαρούλα, που ξεχείλιζε επί ώρες από συγκίνηση και εξωστρέφεια, που άνοιξε διάπλατα τη πόρτα του σπιτιού της για να μου δείξει με ενθουσιασμό το περιβόλι της, είναι, τότε και τώρα, η σημερινή, μια απ’ τις πρωτοφανείς αλλά αφανείς προσωποποιημένες μορφές, που συσπειρώνουν όλων των λογιών τα χρώματα, σε ένα ζωηρό. Αυτό του σπάνιου ήθους των ανθρώπων του «ξεπερασμένου», που ήξεραν και ξέρουν, πώς να καιροφυλακτούν για το νόημα. Κόντρα στο άσπρο-μαύρο.

«Όταν πεθάνω μην με κλαις / χάρη, δε στο γνωρίζω / όταν εζούσα ήθελα / το “επιθυμώ” κι “ελπίζω”». – Ιωσήφ Γανής, εκ Ζακύνθου (1891 – 1970).

Στη μνήμη. Στη ζωή.

Το παραπάνω κείμενo, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Ι.Κ.Αθηνών, Άλεφ, Τεύχος 59, Οκτωβρίου – Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2015

Η δεύτερη φωτογραφία έμελλε να αποτελέσει μέρος της καλλιτεχνικής σύνθεσης του κ. Κλεομένη Κωστόπουλου στη δημιουργία της τοιχογραφίας του, που ολοκλήρωσε με την συνεργασία του Artists 4 Israel και του Art In Progress, τον Μάρτιο του 2022. Η εν λόγω τοιχογραφία , φέρει τον τίτλο «Αλληλεγγύη» και ολοκληρώθηκε στην οδό Ζακύνθου 36, στην Πάτρα.

Σχετικές αναρτήσεις του κ. Κλεομένη Κωστόπουλου εδώ:

https://www.facebook.com/100000660252242/posts/5299500203415269/

https://www.facebook.com/100000660252242/videos/694012781726987/

 

Menu