Μια ξεφτισμένη ασπρόμαυρη προπολεμική φωτογραφία

Μια ξεφτισμένη ασπρόμαυρη προπολεμική φωτογραφία

Μια ξεφτισμένη ασπρόμαυρη προπολεμική φωτογραφία. Απεικονίζονται τρία μέλη της μουσικής μπάντας του Δήμου Ζακύνθου, στις αρχές του 20ου αιώνα. Είναι οι αδελφοί Σάββας, Σολομών και Ησαΐας Γανής του Σαμουήλ και ο μικρός Σαμουήλ καθισμένος στα γόνατα μπροστά στον θείο του. Είναι τα τρία αδέλφια και ο ανιψιός του παππού μου, του Ιωσήφ (Γιωσέ) Γανή, τον οποίο δεν γνώρισα.

Ο Σολομών ή Μόντος, μετοίκησε από τη Ζάκυνθο στα Χανιά μαζί με τη σύζυγό του Ρεβέκκα, το 1921, τότε περίπου που και ο Ησαΐας ακολουθώντας τον αδελφό του, μετοίκησε στην ίδια πόλη όπου παντρεύτηκε τη θεία Ελβίρα και απέκτησαν έξι παιδιά. Το 1932 ο Σάββας τους ακολούθησε κι εκείνος, μαζί με τη σύζυγό του Ντουντού και τα τρία του παιδιά. Εκεί απέκτησε άλλα τέσσερα παιδιά.

Διερωτώμαι πολλές φορές, πώς αλήθεια τα τρία αδέλφια συναισθάνθηκαν τη θέση του αδελφού τους Ιωσήφ, αλλά και της αδελφής τους Ντόλτσυ, καθώς παρέμεναν πίσω στη Ζάκυνθο, ενώ οι ίδιοι μετοικούσαν για ένα καλύτερο βιοποριστικό μέλλον στη Κρήτη; Και πώς ο ίδιος ο παππούς μου αντιλαμβανόταν τη θέση των αδελφών του τότε και πώς αρκετά χρόνια αργότερα; Ίσως σιωπηρά φιλοσοφούσε για τα παιχνίδια της μοίρας, για το ότι η τύχη ή η ατυχία, εμπεριέχει έννοιες, πολλές φορές αντιφατικές ή διφορούμενες. Ίσως αυτά στοχαζόταν καθώς συχνά επαναλάμβανε τα ποικίλα και πλούσια σε λυρισμό στιχάκια του,  όπως κι αυτό της συζύγου του, της γιαγιάς μου, Σάρρας – Νίνας, κατά τη συνήθεια πολλών Ζακυνθινών της εποχής, ανέκαθεν ποιητικών πνευμάτων:

«Να ήξερα το τέλος μου / το πώς θα καταντήσω / δεν θ’ άνοιγα το στόμα μου / ανθρώπου να μιλήσω».

Ο Μόντος, ο Σάββας και ο Ησαΐας. Τρία αδέλφια που μάλλον έμελλε να αποτελούν τρεις από τους τελευταίους μάρτυρες μιας ιστορικής διαδρομής εβραϊκής παρουσίας μεταξύ της Ζακύνθου και της Κρήτης, που συνέπιπτε σε χρονικές περιόδους ήδη από όταν τα δύο νησιά ήταν Ενετοκρατούμενα (1484 έως 1797 και 1204 έως 1669, αντίστοιχα), με συνέπεια και τις αμοιβαίες μετακινήσεις πληθυσμών. Σημειώνονται σημαίνουσες ιστορικές αναφορές, ως προς τη διασπορά των εβραϊκών πληθυσμών και των ιδιαίτερων παραδόσεών τους, όπως ότι:

▪ Τον 12ο αιώνα παρατηρήθηκε μεταναστευτικό ρεύμα Εβραίων των Χανίων προς τα νησιά του Ιονίου και κυρίως προς την Ζάκυνθο.

▪ Το 1669 σημαντικός αριθμός κατοίκων του Ηρακλείου μετεγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο. Μεταξύ αυτών και πολλοί Εβραίοι, οι οποίοι ίδρυσαν την μέχρι το 1953 σωζόμενη Συναγωγή τους, που ονομαζόταν «Κρητικό Συναγώϊ».

▪ Η μία από τις δύο Συναγωγές των Χανίων που κτίστηκε τον 15ο αιώνα, ονομαζόταν και «Συναγωγή των Ζακυνθινών».

▪ Στη Ζάκυνθο και την Κρήτη ακούγονταν κοινά Εβραϊκά επώνυμα, όπως Βεντούρας, Δαλμέδεγος, Κωνσταντίνης, Μόρδος και Τσεζάνας-Σεζάνας.

Ο Μόντος, ο Σάββας και ο Ησαΐας. Σε μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ένα και μόνο αντικείμενο. Το μοναδικό σωζόμενο, που στάθηκε ικανό να ζωντανέψει, ακόμα και με τη δύναμη των χρωμάτων μιας ανακαλούμενης στο φαντασιακό, μουσικής εμπειρίας, την αναπόληση της προηγούμενης ζωής κάποιων αδικοχαμένων ανθρώπων. Σαν μοναδικό εργαλείο οικοδόμησης μνημονικού χώρου και χρόνου. Ως μοναδική της έσχατη διέξοδος, για την οδυνηρή μνημόνευση των χαμένων αγαπημένων, της 85χρονης Ζακύνθιας μητέρας μου, Ρούλας Γανή. Η συγκινησιακή της φόρτιση είναι πάντα εμφανής κάθε φορά που ανεφέρεται στους θείους και τα ξαδέλφια της. Το δάκρυ της που εξακολουθεί να κυλά, δεν οφείλεται μόνο σε ένα ανολοκλήρωτο πένθος. Ασυνείδητα είναι και σχεδόν ενοχικό, καθώς η ίδια συγκαταλέγεται στους 275 Εβραίους της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ζακύνθου που όλοι τους έτυχαν της απόλυτης σωτηρίας, ενώ άλλοι ομόθρησκοί της, σε άλλους τόπους, γνώρισαν τον απόλυτο βάναυσο αφανισμό τους. Σαν να την ακούω ακόμη μια φορά: «Είναι οι θείοι μου και ο ξάδελφός μου. Με τον ξάδελφό μου είχαμε την ίδια ηλικία. Τους πήραν όλους οι Γερμανοί και πνίγηκαν έξω απ΄τη Κρήτη, κατά τη πλεύση τους προς τον Πειραιά από όπου θα τους οδηγούσαν μετέπειτα στα κρεματόρια. Εμείς δεν γνωρίζαμε τίποτα. Τα μάθαμε όλα αφού έφυγαν οι Γερμανοί».

Τον Μάιο του 1941, μετά την περιώνυμη «Μάχη της Κρήτης», η Μεγαλόνησος καταλήφθηκε από τους Γερμανούς. Λίγους μήνες αργότερα, μετά από διαταγή τους, πραγματοποιήθηκαν διαδοχικές καταγραφές  των Ισραηλιτών του νησιού, με τελευταία αυτή του Φεβρουαρίου του 1943, οπότε και παραδόθηκε αναλυτική κατάσταση των 279 μελών της Ισραηλιτικής Κοινότητας Χανίων.

Στις 20 Μαΐου 1944 , ημέρα Σάββατο, στα εβραϊκά σπίτια των Χανίων διανεμήθηκε διαταγή των Γερμανών γραμμένη στα Ελληνικά, η οποία μεταξύ των άλλων όριζε εντός 45 λεπτών να ετοιμαστούν για την μεταφορά τους, έχοντας μαζί τους όλα τα προσωπικά τους επίσημα έγγραφα, κουβέρτες, ρούχα και πρόχειρα τρόφιμα, συνολικού βάρους το πολύ 50 κιλών.

Η σύλληψή τους έγινε από την Γκεστάπο τα ξημερώματα της 21ης Μαΐου και μέχρι τις 3 Ιουνίου κρατήθηκαν στις φυλακές της Αγυιάς. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο Ηράκλειο, όπου κρατήθηκαν στις φυλακές του φρουρίου Μακάσι.

Το απόγευμα της 8ης Ιουνίου 1944 οι Εβραίοι των Χανίων και 26 ομόθρησκοί τους του Ηρακλείου, με ξύλο και οδυρμούς μεταφέρθηκαν στο λιμάνι της Σούδας, όπου μαζί με 48 Έλληνες αντιστασιακούς και 112 Ιταλούς που είχαν προσχωρήσει στους Συμμάχους, επιβιβάστηκαν στο μοιραίο φορτηγό ατμόπλοιο «Ταναΐς» και στοιβαχτήκαν στα αμπάρια του. Το πλοίο απέπλευσε στις 8:32 μ.μ. με προορισμό τον Πειραιά. Στις 2:31 π.μ. της 9ης Ιουνίου, βρισκόμενο μεταξύ Σαντορίνης και Φολεγάνδρου, εντοπίστηκε από το αγγλικό υποβρύχιο «Vivid» που περιπολούσε στο Αιγαίο. Μετά 40 περίπου λεπτά το υποβρύχιο βρέθηκε σε κατάλληλη θέση βολής και εξαπέλυσε 4 τορπίλες. Δύο από τις τορπίλες έπληξαν καίρια το «Ταναΐς», το οποίο εντός 45 λεπτών βυθίστηκε σε βάθος 1.858 μέτρων, παρασύροντας στον υγρό τους τάφο, Εβραίους και Χριστιανούς.

Με τον τραγικό αυτόν τρόπο ουσιαστικά έσβησε η επί 2.300 χρόνια εβραϊκή παρουσία στη Κρήτη.

Δεν έχει καταστεί εφικτό να εξακριβωθεί, αν ο κυβερνήτης του υποβρυχίου γνώριζε ποιο ήταν το ανθρώπινο φορτίο του «Τάναϊς» την συγκεκριμένη στιγμή. Αξίζει εδώ να σημειωθεί, αναφορά του Δημήτρη Μαυριδερού, απ’ το πόνημά του με τον τίτλο «Το τελευταίο ταξίδι» : «Παρά το γεγονός ότι ο τορπιλισμός έγινε από βρετανικό υποβρύχιο, η ευθύνη για τον θάνατο αθώων ψυχών πρέπει αναμφισβήτητα να βαρύνει τα κατοχικά γερμανικά στρατεύματα, που οργάνωσαν, ακόμη και λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση όλων των μετώπων τους και την άνευ όρων συνθηκολόγηση τους, μία ακόμη ενέργεια της παρανοϊκής «Τελικής Λύσης»».

55 χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1999, η τύχη και η επαγγελματική μου ιδιότητα με φέρνουν στους εορτασμούς για τα εγκαίνια της αναπαλαιωμένης πλέον συναγωγής Χανίων Ετς Χαγίμ. Η παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία έπαψε να αποτελεί τον μοναδικό κρίκο σύνδεσής μου με το παρελθόν των προγόνων μου. Ο πλούσιος αυτός σε πολιτιστική αξία μνημονικός τόπος, στη καρδιά της εβραϊκής συνοικίας, εκεί στην οδό Κονδυλάκη, ήταν επαρκής για να αφουγκραστώ πλέον τα βήματά τους, τις χαρούμενες στιγμές τους, την αγωνία τους, τις προσευχές τους, την οδύνη τους. Μάρτυρας στέκεται στο διηνεκές η σκιά τους, καθώς αντικρίζει το πλήθος ομόθρησκων και μη, που καταφτάνει σ’ αυτόν τον τόπο από όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Όπως μάρτυρας στάθηκε και στις 14/10/2013 όταν σε συνεργασία του Δήμου Χανίων και του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος, πραγματοποιήθηκε η τελετή για τα αποκαλυπτήρια του μνημείου των αθώων θυμάτων στο «Ταναΐς».

(Photo: https://athjcom.gr/news/apokaliptiria-tou-mnimiou-gia-ta-thimata-tou-atmopliou-tanais/)

Εκεί δίπλα στη θάλασσα. Και κάπου εκεί κοντά, μαζί και η σκιά του παππού μου και της αδελφής του Ντόλτσης, ατενίζοντας τη θάλασσα. Ψιθυρίζοντας τον ύστατό του αποχαιρετισμό, με ένα απ΄τα νοσταλγικά του στιχάκια:

«Σ΄ ένα μικρό καϊκάκι αρμένιζα ο καημένος / στο πέλαγος της αγάπης / χωρίς να βλέπω γη».

Το καΐκι ταξίδεψε ειρηνικά, διέσχισε το πέλαγος της λήθης και συνοδευόμενο απ’ τη νηνεμία της αγάπης, αγκυροβόλησε στη νησίδα της μνήμης.

Σήμερα δυστυχώς αποτελεί πολυτέλεια να υιοθετήσουμε τη ρομαντική ματιά, κάποιων καλοκάγαθων προγόνων μας. Σήμερα παρόλα αυτά μνημονεύουμε και τιμούμε. Προβληματιζόμαστε και πράττουμε. Ως αλληλέγγυοι και δίκαιοι πολίτες, κάνουμε τις επιλογές μας. Σήμερα ξέρουμε. Δεν υπάρχει περιθώριο μοιρολατρίας, ματαιότητας ή ματαίωσης. Υπάρχει χώρος και χρόνος, μόνο για αξιοπρεπή κοινωνικοπολιτική στάση, ως δικαίωμα και υποχρέωση. Που θα προλάβει απέναντι σε κάθε στερεοτυπικό δογματισμό, ρατσισμό, μισαλλοδοξία. Σήμερα θυμόμαστε και προσθέτουμε με αξίες, εμπνεόμενοι από το ήθος των προγόνων μας. Σήμερα εδώ, εναποθέτουμε λίγα από τα εναπομείναντα ιδανικά μας και ακούμε για πρώτη φορά, ακόμη ένα ρομαντικό στιχάκι του παππού Ιωσήφ, αν και αδυνατούμε να αποδείξουμε ότι κατά μια συμπαντική ίσως σύμπτωση, το είχαμε ήδη ακούσει:

«Οι δυνάμεις μου εκοπήκαν / και κινδυνεύω να χαθώ.

Όταν πεθάνω / βάλε μου μια πλάκα μαρμαρένια / και γράψε απάνω γράμματα / πως χάθηκα για σένα.»

To παραπάνω κείμενο αποτελεί ομιλία μου, που επικεντρώνεται στους Ζακύνθιους Εβραίους – Θύματα του Ολοκαυτώματος της Κρήτης, το οποίο συντάχθηκε με την υποστήριξη του κ. Σαμουήλ Μόρδου, συγγραφέα του βιβλίου «Οι Εβραίοι της Ζακύνθου – Χρονικό Πέντε Αιώνων», Εκδόσεις Γράμμα, όσον αφορά στην καταγραφή των ιστορικών στοιχείων. Σκοπός της  ομιλίας μου αυτής,  ήταν η απότιση φόρου τιμής, ως απόγονου των μνημονευθέντων θυμάτων, στην εκδήλωση για τα Αποκαλυπτήρια Μνημονικής Επιγραφής Ζακυνθίων Εβραίων Θυμάτων του Ολοκαυτώματος στην Κέρκυρα και στην Κρήτη, που πραγματοποιήθηκε στο Εβραϊκό Νεκροταφείο Ζακύνθου, την 13/7/2014.

Menu