Τα μπουγαρίνια της Ραχαμανούλας

Τα μπουγαρίνια της Ραχαμανούλας

Τα μπουγαρίνια της Ραχαμανούλας

Ποιος θα μπορούσε να αφήσει ξεχασμένο και εξατμισμένο απ΄το χρονοντούλαπο, έναν κόσμο γεμάτο από στολίδια συναισθημάτων, σαν ακριβοθώρητα διαμάντια, στον απλό καθημερινό του λόγο; Ποιος θα μπορούσε να απαρνηθεί τον πειρασμό να καταγράψει τα λογιών λογιών σκαριφήματα που σκάρωναν στο πιτς φυτίλι, άνθρωποι με έναν κατ’ επιθυμία ποιητικό τρόπο ζωής;

Ομοιοκαταληξίες με λαϊκές, ανεπιτήδευτες λέξεις, αλλά μεστές από έρωτα, μόχθο, μελαγχολία, υπερηφάνια, ματαιότητα, αγάπη, πόνο, πίστη, ελπίδα. Από ανθρώπους που δεν γνώρισε ο εδώ, παρών μαντατοφόρος, αλλά που το αίμα τους κυλάει μέσα στο δικό του.

Ζάκυνθος, κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα.

Η Ραχαμανούλα – η μανούλα μου, θυμάται με νοσταλγία οικογενειακές στιγμές απ’ τις εποχές εκείνες και αναστενάζει με μυρωδιές απ΄τα ζακυνθινά της μπουγαρίνια. Μπομπίνες από πολύχρωμες κλωστές που την δένουν με την ζωή της στην προσεισμική Ζάκυνθο έως το 1953, τα στιχάκια που έχουν γερά φωλιάσει μέσα της, ενώ μ’ αυτές κανείς ποτέ απ΄τους προγόνους της, πάνω στο χαρτί δεν είχε προκάμει να κεντήσει. Απλώς, αυτή η αδυναμία στους λατρεμένους της γονείς, των οποίων το φευγιό θα ‘θελε ποτέ να μην είχε συμβεί ή που αν γινότανε, τότε,  να είχε καταφέρει να φύγει κι εκείνη μαζί τους, την οδηγεί σκαλί – σκαλί να φτάνει στην πιο υψηλή, ιδιοτρόπως άτρωτη, σίγουρα υπεράνθρωπη απ΄ την πολλή αγάπη, δύναμη της προφορικής μνήμης.

– “Θυμήθηκα κι άλλο, να στο πω;”
«Ναι μαμά, μισό λεπτό, να πάρω ένα χαρτί κουζίνας, γρήγορα να το γράψω»

– “Θυμήθηκα κι άλλο, να στο πω;”
«Ναι μαμά, μισό λεπτό, να πάρω στα γρήγορα έναν φάκελο εδώ απ΄τον λογαριασμό, να γράψω»

– “Θυμήθηκα κι άλλο, να στο πω;”
«Ναι μαμά, μισό, έχω εδώ το μπλοκάκι μου, να σημειώσω»

Και κάπως έτσι με αυτήν την ζωογόνο καταιγίδα από εκείνα του «παλιού καλού καιρού στο Φιόρο» τα λεκτικά αναμνηστικά της και τον χρόνο να συμπυκνώνεται γοργά αν και με επιείκεια γύρω τους, ήταν λες και ξεπλήρωνε βιαστικά αλλά έγκαιρα, ένα χρέος ψυχής. Σε εκείνους τους λατρεμένους της, αλλά και στην ιστορία του πατρογονικού της τόπου, πριν την προλάβει το εγκεφαλικό, λίγα χρόνια αργότερα και χάσει έτσι μια για πάντα, το μνημονικό και τη λαλιά της.

Γιαγιά Νίνα και Παππούς Γιωσέ

Εδώ Γιαγιά Νίνα και Παππούς Γιωσέ. Που και που, σαν κομπάρσοι του ίδιου δράματος, η προγιαγιά Ευτυχία και ο προπάππους Δαυίδ, ξεπηδούν στη θύμησή τους με το δικό τους στίγμα συνθέσεων, σε διαφορετικά επεισόδια, αν και του ίδιου κύκλου.  Με ένα «ήθελα να ‘ξερα γράμματα, να έγραφα βιβλίο», και το γλυκό «ναι, να σε χαρώ…» και όσο πάει μακριά από «συφορέλια» (συμφορές), μοιάζουν να συναγωνίζονται για το ποιος θα πρωτο-πρωτοτυπήσει. Μπουγαρινιές, ζουμπούλια, λεμονιές, πορτοκαλιές, αμυγδαλιές, νεραντζιές, κληματαριές…, το φωτεινό και δροσερό σκηνικό τους, εκεί στην πίσω πλευρά του σπιτιού, στο «περιβόλι» ή στην κουζίνα, εκεί δα στη ζεστή «γωνιά» κατά το «γιόμα».

Να ήταν το δυνατόν, να γινότανε
το «Γέτο» μας λιβάδι,
οι κοπελούδες λεμονιές
κι εγώ περιβολάρης.

***

Σ’ ένα μικρό καϊκάκι
αρμένιζα ο καημένος
στο πέλαγος της αγάπης,
χωρίς να βλέπω γη.

***

Άνθρωποι με απελπίσανε,
Θ-έ μου μη μ’ απελπίσεις.
Κατέβα πλέον χαμηλά,
του κόσμου να το δείξεις.
Απελπισμένη βρίσκομαι
σε κύματα αφρισμένα.
Αν δεν γαλήνει η θάλασσα,
αλίμονο σε μένα.

***

Να ήξερα το τέλος μου
το πώς θα καταντήσω,
δεν θ’ άνοιγα το στόμα μου
ανθρώπου να μιλήσω.

***

Τα βάσανά μου τα πολλά,
ποιας πέτρας να τα λέω;
Και η πέτρα να μην μου μιλά,
να κάθομαι να κλαίω;

***

Καρδιά μου απαρηγόρητη
παρηγορήσου, ντύσου,
είναι χιλιάδες σαν εσέ,
δεν είσαι μοναχή σου.

***

Καρδιά με 18 κλειδιά,
τι στέκεις κλειδωμένη;
Και δε βγαίνεις να χαρείς,
πως ήσουν μαθημένη;
Στραβά είσαστε, δε βλέπετε
το ταίρι που σας λείπει;
Μα πώς να βγω, να χαρώ,
πώς ήμουν μαθημένη,
που τα κλειδιά σκουριάσανε,
κι έμεινα κλειδωμένη;

***

Έρωτα που με πλήγωσες,
δωσ’ μου και το βοτάνι.
Γιατί δε βρίσκεται γιατρός
στον κόσμο, να με γιάνει.

***

Ανάθεμα τον έρωτα,
κι όποιον τον κάνει φίλο,
τον άπονο,
τον σκύλο.

***

Εγώ έλεγα στη μοίρα μου
ψηλά να μ’ ανεβάσει,
κι εκείνη ξύλα μάζευε
κι έβαλε να με κάψει.

***

Ανάμεσα σε δυο βουνά,
δυο φίδια σκοτωμένα.
Εκεί θα σκοτωθώ κι εγώ,
αγάπη μου για σένα.

***

Ελπίδα και παρηγοριά
είχα τα γράμματά σου,
κι αυτά μου τα υστέρησες
μαραίνεται η καρδιά μου.

***

Τι κι αν παίζω και γελώ
και δυο καρδιές αν έχω.
Η μια με κάνει να σφαλώ
κι η άλλη ξέρει τι έχω.

***

Αγάπησα να’ χω ζωή,
μα εγώ ζωή δεν έχω.
Σαν κλήμα με κλαδεύουνε
και κλαδεμούς δεν έχω.

***

Ήθελα να ‘μουνα πουλί
να πέταγα κοντά σου,
να σε φιλήσω μια και δυο
κι ύστερα να πετάξω.

***

Μεγάλη η χάρη Του,
Μεγάλο το Όνομά Του.
Φύλλο δεν πέφτει απ΄το δεντρί,
χωρίς το θέλημά Του.

***

Όταν πεθάνω μη με κλαις,
χάρη, δε στο γνωρίζω.
Όταν εζούσα ήθελα,
το «επιθυμώ» κι «ελπίζω».

***

Οι δυνάμεις μου εκοπήκαν
και κινδυνεύω να χαθώ.
Όταν πεθάνω βάλε μου μια πλάκα μαρμαρένια
και γράψε απάνω γράμματα
πως χάθηκα για σένα.

***

Ψήσε μανούλα τον καφέ
κι έλα να τον επιούμε,
γιατί ήρθε η ώρα του Θ-ού,
που θε να χωριστούμε.
Αν αρχίσω να σου πω,
τα πάθη μου τραγούδι,
η μαύρη γη θα μαραθεί,
δε βγάζει πια λουλούδι.

***

Μα τι τραγούδι να σου πω,
κυρά μου να σ’ αρέσει,
που έχεις αγγελικό κορμί
και κοντυλένια μέση;

***
Ώρες με θρέφει ο έρωτας,
ώρες με αδυνατίζει,
ώρες με ρίχνει καταγής,
κανείς δε με γνωρίζει.

***

Αδίκως ψαρεύεις,
αδίκως πολεμάς.
Το ψαράκι που γυρεύεις,
δεν είσαι άξια να το φας.

***

Ξενιτεμένο μου πουλί,
κι αλάργιο μου γεράκι,
η ξενιτιά σε χαίρεται
κι εγώ πίνω φαρμάκι.
Όποιος μου πει πως έρχεσαι
μαντήλι του χαρίζω.
Όχι μαντήλι μοναχά,
καρδιά, ψυχή που ορίζω.

***

Μα πώς θα πω το «έχε γεια»
και πώς θα μπω στη βάρκα
και πώς θ΄αφήσω πίσω μου
τα δυο γλυκά σου μάτια.

***

Όλου του κόσμου τα καλά,
κι αν τα ‘χω, τι τα θέλω;
Ας έχει ο κόσμος τα καλά,
κι εγώ εκείνο που θέλω.

***

Και πού αλλού θα με ξυπνάς,
κιθάρα αρμονικιά μου,
να ακούω τα πάθη του εραστού
και να χτυπά η καρδιά μου;

***
Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι
την τύχη μου δοξάζω.
Όταν απομακρύνεσαι,
κλαίω και αναστενάζω.

***

Τα μαύρα μάτια σου ήθελα,
να τα φιλώ μονάχος.
Όπως χτυπιέται αδιάκοπα,
το κύμα με τον βράχο.
Το αχ το λένε μια φορά,
μα εγώ το δευτερώνω.
Για εσένα κλέφτη με είπανε,
για σένα νυχτοπάτη,
για σένα μου τη δώσανε,
τη μαχαιριά στη πλάτη.

***

Εγώ είμαι εκείνο το πουλί
που στη φωτιά σιμώνει.
Καίγεται, στάχτη γίνεται
και πάλι ξανανιώνει.

***

Πάει ο καιρός πουλάκι μου,
που ερχόμουνα πετώντας.
Τώρα μου κόψαν τα φτερά,
κι έρχομαι περπατώντας.

***

Δεν θέλω εγώ παράδεισο,
μήτε την εκκλησία.
Ν’ αγιάσω θέλω με την αγάπη σου,
να ζήσω, να γεράσω.

***

Μια φορά ήμουν άγγελος,
τώρα αγγελίζουν άλλοι.
Στη βρύση που έπινα νερό,
τώρα το πίνουν άλλοι.

***

Παλιοζωή, παλιόκοσμε
και παλιοκοινωνία,
ούτε στιγμή δεν έζησα
με δίχως αγωνία.
Το αχ και βαχ
και το ωιμέ
το έχω κατοικία.
Και περπατούν οι λέοντες
και τ΄άγρια θηρία.

***

Μωρή καρδιά μου μιζερή
που ό,τι κι αν δεις ζηλεύεις,
πράγματα που δεν γίνονται,
γιατί μου τα γυρεύεις;

***

Με ωχ περνούν οι μέρες μου,
με ωχ περνούν τα βράδια.
Οι μαχαιριές κι αν κλείσουνε,
θα μείνουν τα σημάδια.

***

Ευτυχία μάλαμα και
Ραχαμανούλα μέλι.
Με ρόδα να γεμίσει η στράτα σας
κι άγιο ό,τι μέλλει.

Η Ραχαμανούλα με τα ρόδα της…, το 1950

Menu