Το Γκέτο το 1943

Το Γκέτο το 1943

Μια σύζευξη … προς τιμήν της Yom HaShoa (16.04.2015)

“[…] Πρόκειται πάλι για μια συνέντευξη […] Η Χάνα Κραλ, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ρωτάει τον Μάρεκ Έντελμαν για την άλλη εξέγερση που έγινε στη Βαρσοβία: την εξέγερση του γκέτο, την άνοιξη του 1943.

[…] Ο Έντελμαν θέλει πολύ να αφηγείται τα πράγματα όπως ακριβώς τα θυμάται και όχι σύμφωνα με τους κανόνες της ηρωϊκής αφήγησης. Αυτό τον ωθεί να κάνει παρατηρήσεις του τύπου: «Στο γκέτο θα έπρεπε να υπάρχουν μάρτυρες και Ιωάννα ντ’ Αρκ, έτσι δεν είναι; Αλλά αφού θέλεις να μάθεις, είχε και πόρνες στο αμπρί του Ανιέλεβιτς, στην οδό Μίλα και ως κι έναν μαστροπό, έναν ψηλό με τατουάζ και γερά μπράτσα». Ή πάλι: αν ο ίδιος ο Έντελμαν έχει επιβιώσει, αυτό δεν οφείλεται σε μια ηρωϊκή πράξη, αλλά στο ότι ο SS που του έδωσε τη χαριστική βολή θα πρέπει να είχε αστιγματισμό. Όλες οι σφαίρες χτύπησαν λίγο πιο δεξιά…

Αυτό δεν σημαίνει ότι η εξέγερση του γκέτο δεν έδωσε τα περιθώρια για ηρωϊκές πράξεις […]

Όπως οι ηρωϊκές αρετές, οι καθημερινές συγγενείς τους είναι προπάντων πράξεις της θέλησης, ατομικές προσπάθειες με τις οποίες ο άνθρωπος αρνείται αυτό που του φαίνεται αδήριτη αναγκαιότητα. […] Ο Έντελμαν διηγείται πώς μια μέρα αποφάσισε να ενταχθεί στην αντίσταση […] Αυτό που κατάλαβε ο Έντελμαν είναι, πρώτον, ότι δεν υπάρχει ποιοτική διαφορά ανάμεσα σε μικρές και μεγάλες ταπεινώσεις και δεύτερον, ότι μπορείς πάντα να εκφράσεις τη θέλησή σου, να διαλέξεις τη συμπεριφορά σου […] Η εξέγερση ήταν μόνον ένας τρόπος να διαλέξουμε τον θάνατό μας, λέει […] Διαλέγοντας τον θάνατό του, εκτελεί μια πράξη θέλησης και επιβεβαιώνει μ’ αυτό ότι ανήκει στο ανθρώπινο είδος.

[…] Η αξιοπρέπεια: ιδού η πρώτη καθημερινή αρετή. Δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά την ικανότητα του ατόμου να παραμείνει υποκείμενο εφοδιασμένο με θέληση. Το απλό αυτό γεγονός το κάνει να νιώθει μέλος του ανθρώπινου είδους.

[…] έγνοια, φροντίδα, μέριμνα. Αυτή είναι η δεύτερη καθημερινή αρετή […] Αυτή η φροντίδα για τους άλλους φέρνει μέσα της την ανταμοιβή της: βρίσκεται ότι ένας άνθρωπος είναι ικανός να τελέσει για τους άλλους πράξεις που δεν θα επιχειρούσε μόνο για τον εαυτό του. Κι αυτές τον αποδίδουν στη ζωή.

[…] οι πράξεις που τον έχουν εντυπωσιάσει περισσότερο είναι οι πράξεις καθημερινής αρετής. Είναι λόγου χάρη, η ιστορία μιας κοπελίτσας, της Πόλα Λίφστζυκ, που εκτυλίσσεται όταν οι φάλαγγες αναχωρούν για την Τρεμπλίνκα. «Περνώντας από το σπίτι της, είδε ότι η μάνα της δεν ήταν πια εκεί. Ήταν ήδη στο κοπάδι που έσερναν στην Umschlagplatz, και η Πόλα έτρεξε από την οδό Λέστζνο στην οδό Στάφσκι. Συνάντησε τον αρραβωνιαστικό της, που την πήρε στο μοτοποδήλατό του για να πάνε πιο γρήγορα, κι έφτασε εκεί. Την τελευταία στιγμή, χώθηκε μέσα στο πλήθος για να μπορέσει ν΄ανεβεί στο βαγόνι μαζί με τη μάνα της».

[…] «Είναι πιο εύκολο να βλέπεις κάποιον να πεθαίνει στη μάχη από το να κοιτάζεις τη μητέρα της Πόλα Λίφτζυκ να ανεβαίνει στο βαγόνι». Αυτό ακριβώς δεν θα ήθελε να παραδεχτεί ο Έντελμαν. Αρχίζει τότε να φωνάζει […] Ε, λοιπόν είναι ηλίθιο, λέει, ο θάνατος στον θάλαμο αερίων δεν αξίζει λιγότερο από τον θάνατο στη μάχη. Απεναντίας, αναφωνεί, είναι πιο τρομερός. Είναι πολύ πιο εύκολο να πεθαίνεις με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Αλλά οι φωνές δεν βοηθούν σε τίποτε. Η Ιστορία επιβάλλεται  στη μνήμη ή η Ιστορία έχει ανάγκη από ήρωες. Πάνω στον τάφο του Μίκαελ Κλέπφιτς και ορισμένων άλλων, υπάρχει σήμερα ένα γλυπτό: «Ένας άνδρας με φουσκωμένο το στήθος, με όπλο στο ένα χέρι, μια χειροβομβίδα στο άλλο, τεντωμένος, με σφαίρες στο ζωνάρι, με χιαστί τον τελαμώνα του όπλου». Κανένας από τους εξεγερμένους του γκέτο δεν ήταν ποτέ έτσι: τους έλειπαν όπλα, πολεμοφόδια, ήταν απαίσιοι, μαυριδεροί και βρόμικοι. «Αλλά το μνημείο είναι μάλλον όπως πρέπει να είναι ένα μνημείο, ωραίο και από λευκό μάρμαρο». […] Τα αγριόχορτα κατακλύζουν τους τάφους στο εβραϊκό κοιμητήριο της Βαρσοβίας και τα λευκά μνημεία, οι ηρωϊκές αφηγήσεις σκεπάζουν με τον θόρυβό τους τα λόγια και τα έργα των κατοίκων του γκέτο.

[…] Η εξέγερση του γκέτο αξίζει τον σεβασμό, αλλά όχι αναγκαστικά για τους λόγους που αναφέρονται συνήθως. […] Απεικονίζει βέβαια την αξιοπρέπεια των κατοίκων, αλλά δεν είναι η μόνη που το κάνει. Ο μεγάλος σοβιετικός συγγραφέας Βασίλη Γκρόσμαν, αφού πρώτα οικτίρει την παθητικότητα των εβραίων θυμάτων εν γένει, βεβαιώνει: «Οι ένδοξες εξεγέρσεις του γκέτο της Βαρσοβίας, της Τρεμπλίνκα, του Σομπιμπόρ […], όλα αυτά έχουν αποδείξει ότι το ένστικτο της ελευθερίας στον άνθρωπο είναι ανίκητο». Και ο Ζαν Αμερύ, που επέζησε από το Άουσβιτς, καταδικάζει την εβραϊκή στάση φόβου και φυγής: […] «Χάρη στους Εβραίους που εξεγέρθηκαν σε ορισμένα στρατόπεδα και προπάντων στο γκέτο της Βαρσοβίας, ο Εβραίος σήμερα μπορεί να θεωρεί το πρόσωπό του ανθρώπινο, τον εαυτό του άνθρωπο». Αλλά ο άνθρωπος δεν είναι ανάγκη να εξεγερθεί με το όπλο στο χέρι για να παραμείνει ανθρώπινος, για να επιβεβαιώσει την αξιοπρέπειά του ή τον πόθο του για ελευθερία. Και δεν ήταν ανάγκη να περιμένουμε την εξέγερση του γκέτο για να βεβαιωθούμε ότι οι ιδιότητες αυτές δεν ήταν νεκρές. Η εξέγερση αυτή ήταν η θαρραλέα αντίδραση σε μια απελπιστική κατάσταση. Αλλά η χειρονομία της Πόλα ήταν κι αυτή ελεύθερη, αξιοπρεπής και ανθρώπινη. Γιατί η αξιοπρέπεια είναι πάντα και μόνον αξιοπρέπεια ενός ατόμου, όχι μιας ομάδας ούτε ενός έθνους.”

«Απέναντι στο ακραίο», Τσβετάν Τόντοροφ, Μτφ. Βασίλης Τομανάς, Εκδόσεις Νησίδες

Yom HaShoah αποτελεί την Ημέρα Μνήμης της Σοά (που σημαίνει «Καταστροφή» στα εβραϊκά), την ημέρα πένθους που όρισε το Κράτος του Ισραήλ ως την 27η του μήνα Νισάν, (βάσει του εβραϊκού ημερολογίου, που πέφτει τους μήνες Απρίλιο ή Μάιο), 54 χρόνια προτού η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ανακηρύξει την 27η Ιανουαρίου ως Διεθνή Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος (2005). Yom Hashoah, είναι η ημέρα κατά την οποία, εβραίοι ανά την υφήλιο πενθούν βαθιά, για τον βασανισμό και αφανισμό με συστηματικό βιομηχανικό τρόπο, 6.000.000 εβραίων προγόνων τους, από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους. Η ημερομηνία αυτή επιλέχθηκε, σε μνημόνευση της πρώτης ημέρας της εξέγερσης του Γκέτο της Βαρσοβίας, που διήρκησε 27 ημέρες.

Menu